- ἐδέησε
- δέω 2lackaor ind act 3rd sgδεῖthere is needaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εδέησε — (γ εν. αόρ. του αρχ. ρ. δέω, ως απρόσ.) Σημειώσεις: εδέησε : σε εκφράσεις όπως: εδέησε να ρθεις! (→ επιτέλους ήρθες!) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek